- άκουσμα
- τό1) слушание; 2) звук; 3) слух, весть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἄκουσμα — thing heard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκουσμα — το, ατος 1. αυτό που ακούμε: Στο άκουσμα της είδησης αυτής ταράχτηκε. 2. φήμη: Το άκουσμα είναι δυσάρεστο, αλλά πρέπει να εξακριβωθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek
Ἥδιστον ἄκουσμα ἔπαινος. — См. Хвалы приманчивы; как их не пожелать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἄκουσμ' — ἄκουσμα , ἄκουσμα thing heard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουσμάτων — ἄκουσμα thing heard neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσμασι — ἄκουσμα thing heard neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσμασιν — ἄκουσμα thing heard neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσματα — ἄκουσμα thing heard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσματι — ἄκουσμα thing heard neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσματος — ἄκουσμα thing heard neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)